ἐλλείποντα

ἐλλείποντα
ἐλλείπω
leave in
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἐλλείπω
leave in
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐλλείποντ' — ἐλλείποντα , ἐλλείπω leave in pres part act neut nom/voc/acc pl ἐλλείποντα , ἐλλείπω leave in pres part act masc acc sg ἐλλείποντι , ἐλλείπω leave in pres part act masc/neut dat sg ἐλλείποντι , ἐλλείπω leave in pres ind act 3rd pl (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελλείπω — (AM ἐλλείπω) λείπω από ένα σύνολο, δεν υπάρχω μσν. νεοελλ. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τα ελλείποντα οι ελλείψεις αρχ. 1. εγκαταλείπω 2. καθυστερώ καταβολή οφειλομένων 3. παραλείπω 4. αποδεικνύομαι ελλιπής 5. είμαι πολύ μικρός 6. (με γεν. πράγματος)… …   Dictionary of Greek

  • προσαναπληρώ — όω, ΜΑ 1. γεμίζω εντελώς κάτι 2. συμπληρώνω κάτι επιπροσθέτως («τὰ ἐλλείποντα προσαναπληροῡν», Απολλ. Δύσκ.) αρχ. μέσ. προσαναπληροῡμαι, όομαι γεμίζω κάτι εντελώς προσθέτοντας κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναπληρῶ «γεμίζω το κενό μέρος,… …   Dictionary of Greek

  • υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”